στρατευτικός

στρατευτικός
-ή, -όν, Α [στρατεύω (Ι)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατεία*, στην εκστρατεία
2. αυτός που υπόκειται στην εκστρατεία, στον πόλεμο, στρατευτός*
3. φιλοπόλεμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στρατευτικωτάτους — στρατευτικός inclined to war masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατευτικῶς — στρατευτικός inclined to war adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατευτός — ὁ, Α [στρατεύω (Ι)] αυτός που υπόκειται στην εκστρατεία, στον πόλεμο, στρατευτικός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”